ῥυταγωγεύς

ῥυταγωγεύς
ῥῡτᾰγωγεύς, έως, ,
A rope of a horse's halter, X.Eq.7.1, Poll.10.55; cf. ῥυτήρ (A) 2b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥυταγωγεύς — ῥῡταγωγεύς , ῥυταγωγεύς rope of a horse s halter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυταγωγέας — ο / ῥυταγωγεύς ( έως, ΝΑ ο ιμάντας με τον οποίο καθοδηγείται το άλογο, χαλινάρι, ηνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτά (τὰ) «χαλινάρια» (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ», βλ. λ. ῥυτός) + ἀγωγεύς «ιμάντας» (< ἀγωγός)] …   Dictionary of Greek

  • ῥυταγωγέα — ῥῡταγωγέᾱ , ῥυταγωγεύς rope of a horse s halter masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”